- γαγγραίνας
- γαγγραίνᾱς , γάγγραιναgangrenefem acc plγαγγραίνᾱς , γάγγραιναgangrenefem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ατοξίνη — Μικροβιακή τοξίνη που έχει χάσει την τοξική της ισχύ, αλλά διατηρεί τις αντιγονικές και ανοσοποιητικές της ιδιότητες. Λέγεται και ανατοξίνη. Το αβλαβές αυτό παράγωγο της τοξίνης μάς προσφέρεται, όταν τροποποιηθεί η τοξίνη με φορμαλίνη και… … Dictionary of Greek
γαγγραινούμαι — (Α γαγγραινοῡμαι, όομαι) γαγγριανιάζω* ή εμφανίζω συμπτώματα που μοιάζουν με της γάγγραινας … Dictionary of Greek
εργοτισμός — Ασθένεια γνωστή και ιδιαίτερα διαδεδομένη κατά τον Μεσαίωνα. Προκαλείται από μια ουσία, την εργοτίνη (βλ. λ.). Η ουσία αυτή παράγεται από έναν μύκητα και προκαλεί ανωμαλίες στο κυκλοφορικό σύστημα με συμπτώματα παρόμοια με αυτά της γάγγραινας.… … Dictionary of Greek
κριγμός — ο (Α κριγμός) [κρίζω] τριγμός νεοελλ. ιατρ. ζωηρός ξηρός και επαναλαμβανόμενος ήχος που μπορεί να συγκριθεί με μια σειρά μικρών εκρήξεων και που γίνεται αντιληπτός σε περιπτώσεις φλεγμονής τών τενόντων υποδόριου εμφυσήματος, τραυμάτων τών… … Dictionary of Greek
σφακέλωση — η, Ν [σφακελούμαι] ιατρ. νέκρωση ιστών ως αποτέλεσμα γάγγραινας … Dictionary of Greek
σχάρα — η / ἐσχάρα, ΝΜΑ, και σκάρα και λόγιος τ. εσχάρα Ν, και σχάρα Μ, και ιων. τ. έσχάρη Α 1. μαγειρική συσκευή από παράλληλες σιδερένιες ράβδους συνδεδεμένες στα άκρα τους πάνω στην οποία ψήνονται κρέατα, ψάρια και εδέσματα («ψάρια στη σχάρα») 2.… … Dictionary of Greek
αντιβιοτικά — Οργανικέςουσίες που παράγονται από μικροοργανισμούς (μύκητες, ακτινομύκητες, σχιζομύκητες) ικανές να εμποδίζουν την ανάπτυξη των διαφόρων μικροβίων ή ακόμα και να τα σκοτώνουν. Τα α. είναι τυπικά προϊόντα δευτερογενών και μικρών μονοπατιών… … Dictionary of Greek
βουβώνες — Η περιοχή του σώματος που απλώνεται στο μήκος της βουβωνικής πτυχής, που σχηματίζεται με την κάμψη του μηρού προς την κοιλιά. βουβωνική πανώλη. Μορφή πανούκλας. Οφείλεται στο λεγόμενο πανωλικό βακτηρίδιο. Στον άνθρωπο μπορεί να μεταδοθεί κυρίως… … Dictionary of Greek
Θεοφίλου — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από την Ύδρα. 1. Γεώργιος. Ως αξιωματικός πήρε μέρος σε πολλές ναυμαχίες. Μετά την απελευθέρωση, κρίθηκε άξιος του βαθμού του υποπλοιάρχου. 2. Κωνσταντίνος. Αδελφός του προηγούμενου, πλοίαρχος μικρού πλοίου … Dictionary of Greek
κολλαγόνο — Ινώδης πρωτεΐνη της ομάδας των σκληροπρωτεϊνών (ονομάζεται και ελαστοϊδίνη), η οποία αποτελεί το κύριο συστατικό της μεσοκυττάριας ουσίας των συνδετικών ιστών. Είναι η πιο άφθονη ζωική πρωτεΐνη στη φύση, ενώ εκτιμάται ότι αποτελεί το 30% της… … Dictionary of Greek